- στημόνιον
- στημόν-ιον, τό, Dim. ofA
στήμων 1
, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήμων 1
, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στημόνιον — neut nom/voc/acc sg στημόνιος of masc/fem acc sg στημόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημόνιον — τὸ, Α βλ. στημόνι … Dictionary of Greek
στημονίοις — στημόνιον neut dat pl στημόνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίων — στημόνιον neut gen pl στημόνιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημόνια — στημόνιον neut nom/voc/acc pl στημόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημόνι — το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας 2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο … Dictionary of Greek